- ποδόλουτρο
- τολουτρό των ποδιών για καθαριότητα, για θεραπεία ή ανακούφιση: Το ποδόλουτρο με ξεκούρασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδόλουτρο — το, Ν λουτρό τών ποδιών με παραμονή αρκετή ώρα σε ψυχρό, χλιαρό ή θερμό νερό για λόγους καθαριότητας και συχνότερα για θεραπευτικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + λουτρό. Η λ., στον λόγιο τ. ποδόλουτρον, μαρτυρείται από το 1867 στον Ιακ. Πολυλά] … Dictionary of Greek
εγκαθίζω — (AM ἐγκαθίζω) νεοελλ. φρ. 1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους 2. «εγκαθίζω το πέταλο» τό προσαρμόζω στην οπλή αρχ. μσν. βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι αρχ. 1 … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
ποδολουσία — η, Ν το ποδόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + λουσία (< λούση), πρβλ. ψυχρο λουσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή] … Dictionary of Greek